ὑπαναχωρήσεις

ὑπαναχωρήσεις
ὑπαναχώρησις
gradual retirement
fem nom/voc pl (attic epic)
ὑπαναχώρησις
gradual retirement
fem nom/acc pl (attic)
ὑπαναχωρέω
go back gradually
aor subj act 2nd sg (epic)
ὑπαναχωρέω
go back gradually
fut ind act 2nd sg
ὑ̱παναχωρήσεις , ὑπαναχωρέω
go back gradually
futperf ind act 2nd sg
ὑπαναχωρέω
go back gradually
aor subj act 2nd sg (epic)
ὑπαναχωρέω
go back gradually
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επέμβαση — η (AM ἐπέμβασις) [επεμβαίνω] νεοελλ. 1. δραστήρια ανάμιξη, μεσολάβηση («φιλική, διπλωματική επέμβαση») 2. ενέργεια κράτους ή διεθνούς οργανισμού σε ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες τους 3. εφαρμογή δραστικής θεραπείας 4.… …   Dictionary of Greek

  • Ναμίμπια — Κράτος της νοτιοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αγκόλα και με τη Ζάμπια, Α με την Μποτσουάνα και με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, Ν με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Προσαρτημένη, ουσιαστικά, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”